ΤΟ ΑΒΕΒΑΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ Ε.Ε.
Του JOHAN VAN OVERTVELDT*
Το ευρώ αγωνίζεται να επιβιώσει. Πάνω από μια δεκαετία τώρα, οι πολιτικοί ηγέτες αγνοούσαν τις προειδοποιήσεις των οικονομολόγων για τα δομικά ελαττώματα της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Σήμερα ηΕλλάδα η Ιρλανδία και η Πορτογαλία αντιμετωπίζουν μια οξύτατη οικονομική κρίση, ενώ η Ισπανία, η Ιταλία και το Βέλγιο ακολουθούν κατά πόδας στον ίδιο δρόμο. Η γενική ατμόσφαιρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι γεμάτη αβεβαιότητα και φόβο για το μέλλον. Τα κράτη μέλη του ευρώ πρέπει να αλλάξουν τους κανόνες του παιχνιδιού αν θέλουν να επιζήσει η νομισματική ένωση, αλλά οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης δεν έχουν ενεργήσει αποφασιστικά σε αυτόν τον τομέα.
Οι οικονομικές αγορές «δεν κατανοούν το ευρώ», ισχυρίστηκε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2010. Η Κριστίν Λαγκάρντ, τότε υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, και νυν επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, παρατήρησε σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη μερικές μέρες νωρίτερα ότι «Η Ευρώπη είναι δυσνόητη για τις αγορές».
Όταν ξέσπασε η κρίση στην ευρωζώνη, στα τέλη του 2009, οι αρχές απλούστατα αρνήθηκαν να την αναγνωρίσουν. Δεν υπήρχε καμιά κρίση ισχυρίστηκαν. Ήταν απλώς μια σειρά από κακοτυχίες που θα τελείωναν τόσο γρήγορα όσο είχαν αρχίσει. Σε μερικές βδομάδες, φυσικά, η ένταση της κρίσης εξαφάνισε κάθε αξιοπιστία που θα μπορούσε να έχει αυτός ο ισχυρισμός και οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι υιοθέτησαν μια νέα θέση: Η κρίση οφειλόταν στην απληστία, στους κερδοσκόπους και στην ανεύθυνη και παράλογη συμπεριφορά των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η Γερμανία ηγήθηκε αυτής της επίθεσης, και πολλοί αξιωματούχοι προσέθεσαν ένα τρίτο επιχείρημα, επισημαίνοντας την ανεύθυνη πολιτική της Ελλάδας και της Ιρλανδίας μεταξύ άλλων χωρών.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες στις περισσότερες περιπτώσεις κατηγορούσαν τους άπληστους κερδοσκόπους και τις ανεύθυνες αγορές, ιδιαίτερα τους πρώτες μήνες της κρίσης κρατικού χρέους. Υπήρχε όμως μια αξιοσημείωτη εξαίρεση: ο αυστριακός υπουργός Οικονομικών Γιόζεφ Πρόελ, ο οποίος δήλωσε την άνοιξη του 2010 ότι διαφωνούσε «με την επίρριψη όλων των ευθυνών στην κερδοσκοπία. Η κερδοσκοπία είναι επιτυχής μόνο σε βάρος χωρών που κακοδιαχειρίζονται τα οικονομικά τους επί χρόνια».
Αρκετοί αξιωματούχοι, ανάμεσα τους η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, ο πρόεδρος της ΕΕ Χέρμαν βαν Ρομπάι και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, κατηγόρησαν ρητά τα hedge funds, τους πλούσιους ιδιώτες κερδοσκόπους, τους οίκους αξιολόγησης, τους «τιμωρούς των ομολόγων» - ομολογιούχοι που αντιδρούν σε πληθωριστικές νομισματικές ή δημοσιονομικές πολιτικές πουλώντας ομόλογα, έτσι, αυξάνουν την απόδοση τους, και επομένως και το κόστος δανεισμού – και τις επενδυτικές τράπεζες (ή ότι έχει απομείνει από αυτές). Όλοι ισχυρίζονταν ότι δεν υπάρχει κανένα θεμελιώδες πρόβλημα ως προς την υγεία του ευρώ. Ο Άντερς Μποργκ, σουηδός υπουργός Οικονομικών, καταφέρθηκε κατά του «αγγλοσαξονικού οικονομικού καπιταλισμού και των αγορών», παρομοιάζοντας τες με μια «αγέλη λύκων» που κυνηγούν απάνθρωπα τα εύκολα θύματα σε μια λυσσασμένη προσπάθεια να «γκρεμίσουν τις πιο αδύναμες χώρες». Μάλιστα, ο Ζαν – Κλοντ Γιούνκερ, πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και πρόεδρος του Eurogroup, των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, υποστήριξε ότι μπορεί να βρίσκεται σε εξέλιξη μια οργανωμένη παγκόσμια επίθεση κατά του ευρώ. Σε όλη την Ευρώπη ηγέτες επέμεναν ότι η λύση ήταν απλή: να αποκατασταθεί η κυριαρχία της πολιτικής επί της κερδοσκοπίας.
Ο Σάιμον Τίλφορντ, επικεφαλής οικονομολόγος της Κέντρου για την Ευρωπαϊκή Μεταρρύθμιση, επεσήμανε ότι «ο ισχυρισμός πως οι αγορές είναι εν μέρει υπεύθυνες για την κρίση ή την παράταση της απλώς ενισχύει την εικόνα της ευρωπαϊκής αφέλειας. Οι αγορές απλώς «είδαν» τη μπλόφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πραγματικά θα έπρεπε να το είχαν κάνει νωρίτερα. Τότε μπορεί να είχε αποφευχθεί η κρίση». Ο Βόλφγκανγκ Μινχάου, σχολιαστής των Financial Times, υποστήριξε ότι «Οι ηγέτες της Ευρώπης δεν λύνουν το πρόβλημα, απλώς επιδίδονται σε ένα πόλεμο δημοσίων σχέσεων... Γνωρίζουμε από την ιστορία των ευρωπαϊκών οικονομικών κρίσεων ότι οι πολιτικοί δεν έχουν την ικανότητα της επικοινωνίας με τις οικονομικές αγορές. Τους αρκεί να παίρνουν τα χρήματα των ομολογιούχων για να χρηματοδοτούν τα υπέρμετρα ελλείμματα τους, και μετά εξοργίζονται όταν οι ομολογιούχοι αποσύρουν τις επενδύσεις τους και αυξάνουν τα επιτόκια».
Στα επιχειρήματα του Τίλφορντ και του Μινχάου, ο Μάρκο Ανουντσιάτα, επικεφαλής οικονομολόγος της ιταλικής τράπεζας UniCredit, πρόσθεσε:
Οι ηγέτες της ευρωζώνης θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι οι αγορές δεν είναι απλώς ένα πλήθος άπληστων κερδοσκόπων. Ειδικά στην περίπτωση των κρατικών ομολόγων, οι αγορές αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες που προσπαθούν να προστατέψουν την αξία των επενδύσεών τους, ώστε να τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι σε συνταξιούχους και άλλους πολίτες. Όταν οι επενδυτές αρχίζουν να ανησυχούν για τους κινδύνους των κρατικών ομολόγων, οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι θα πρέπει να τους ακούν και όχι να τους αντιμετωπίζουν ως εχθρούς.
Οι ηγέτες της ευρωζώνης θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι οι αγορές δεν είναι απλώς ένα πλήθος άπληστων κερδοσκόπων. Ειδικά στην περίπτωση των κρατικών ομολόγων, οι αγορές αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από συνταξιοδοτικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες που προσπαθούν να προστατέψουν την αξία των επενδύσεών τους, ώστε να τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι σε συνταξιούχους και άλλους πολίτες. Όταν οι επενδυτές αρχίζουν να ανησυχούν για τους κινδύνους των κρατικών ομολόγων, οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι θα πρέπει να τους ακούν και όχι να τους αντιμετωπίζουν ως εχθρούς.
Το επιχείρημα περί «μη κατανόησης των αγορών» εξύψωσε τα λεκτικά ακροβατικά των ευρωπαίων αξιωματούχων σε ένα νέο επίπεδο εκζήτησης. Είναι αξιοσημείωτο – αλλά και φυσικό, από πολιτική άποψη – το γεγονός ότι ελάχιστοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι παραδέχονταν ανοιχτά κάτι που το 2010 ήταν πλέον προφανές. Ο Βαν Ρομπάι ήταν μια σημαντική εξαίρεση. «Τα θεμέλια του ευρώ» δήλωσε στο τέλος του 2010 «παρέμειναν πολύ περιορισμένα ... Το κοινό νόμισμα απαιτεί μεγαλύτερη πολιτική ενοποίηση, στην πραγματικότητα όμως κάναμε ακριβώς το αντίθετο». Τα προβλήματα του ευρώ και γενικά της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης είναι δομικά και συστημικά στη φύση τους. Το τέλος του ευρώ σκοπεύει να τοποθετήσει αυτή τη θέση στη σωστή ιστορική προοπτική της.
Η Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης (ΟΝΕ) άρχισε ως ένα πολιτικό εγχείρημα. Δύο φορές στη διάρκεια του εικοστού αιώνα η ευρωπαϊκή ήπειρος καταστράφηκε από πολέμους. Θέλοντας να αποτρέψουν τη επανάληψη μιας τέτοιας καταστροφής, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι ευρωπαίοι ηγέτες και διανοούμενοι συνεργάστηκαν για να δημιουργήσουν τη ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το έργο αυτό δυσκολεύθηκε, φυσικά, από τον Ψυχρό Πόλεμο ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση, και το Σιδηρούν Παραπέτασμα που χώριζε τη ήπειρο στα δύο. Με την πάροδο του χρόνου άρχισε να γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι τα εθνικιστικά ανακλαστικά παρεμπόδιζαν την άμεση πολιτική ένωση των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών. Όμως φαινόταν εφικτό να επιτευχθεί μια λειτουργική οικονομική και νομισματική προσέγγιση. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα που δημιουργήθηκε το 1957 εστίαζε στην εδραίωση μιας οικονομικής ένωσης.
Μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1989, ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν έπεισε τον γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ να δεχθεί μια νομισματική ένωση. Η πολιτική διορατικότητα του Μιτεράν του επέτρεψε να πραγματοποιήσει ένα όνειρο που επεδίωκε η γαλλική ελίτ επί δεκαετίες: να γκρεμίσει τη γερμανική νομισματική ηγεμονία και να περιορίσει την κυριαρχία της Bundesbank, της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, πάνω στο νομισματικό και οικονομικό πεπρωμένο της Ευρώπης. Όπως είχε παρατηρήσει ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Τζον Μέιτζορ, «Η διαφορά ανάμεσα στη γαλλική θέση και τη δική μας το 1992 ήταν ότι όλο το γαλλικό κατεστημένο ήθελε το ενιαίο νόμισμα ως ένα μέσο που θα επέτρεπε τον περιορισμό τον Λεβιάθαν, τη δέσμευση της Bundesbank».
Οι Γάλλοι, αν και δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν την οικονομική πρόοδο της Γερμανίας, ήταν παρ' όλα αυτά πεπεισμένοι ότι έπρεπε να παίζουν ηγετικό ρόλο στις ευρωπαϊκές και τις παγκόσμιες υποθέσεις, και έβλεπαν την Ευρώπη ως τη μοναδική διαθέσιμη οδό για την υλοποίηση των στρατηγικών τους στόχων. Αφού οι πολιτικές που αφορούσαν τις νομισματικές και συναλλαγματικές ισοτιμίες ήταν ο μοναδικός τομέας στον οποίο φαινόταν εφικτή μια ευρεία ευρωπαϊκή συναίνεση, οι γάλλοι πολιτικοί άρπαξαν την ευκαιρία.
Η Συνθήκη του Μάαστριχτ τον Δεκέμβριο του 1991 ήταν το πρώτο βήμα σε μια διαδικασία που τελικά οδήγησε στον σχηματισμό μιας νομισματικής ένωσης ανάμεσα σε έντεκα δυτικοευρωπαϊκές χώρες το 1999. Το ευρώ έγινε το ενιαίο νόμισμα της ένωσης, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να καθορίζει τη νομισματική πολιτική.
Οι οικονομολόγοι αναγνώρισαν από την αρχή ότι υπήρχαν ανισορροπίες ανάμεσα στα κράτη μέλη της ένωσης – ανισορροπίες που μπορεί να απειλούσαν το όλο εγχείρημα. Για να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, υποστήριξαν, πρέπει να εκπληρώνονται ορισμένες συνθήκες. Αυτές οι συνθήκες που βασίζονταν στη σχετικά καλά εδραιωμένη οικονομική θεωρία της βέλτιστης νομισματικής ζώνης, περιλάμβαναν την ύπαρξη μιας πολιτικής και δημοσιονομικής ένωσης και μια επαρκή κινητικότητα και ευελιξία της αγοράς εργασίας.
Ο συγγραφέας του βιβλίου |
Η πολιτική ελίτ επιδόθηκε σε επανειλημμένες προσχηματικές δηλώσεις αφοσίωσης σε αυτές τις προειδοποιήσεις, ενώ ταυτόχρονα επέμενε ότι αυτοί οι περιορισμοί είναι περιττοί. Η επίμονη προσπάθεια και η ενότητα, ισχυρίζονταν, αυτόματα θα μετέτρεπαν την ΟΝΕ σε μια ισχυρή νομισματική ένωση, ενώ, επιπλέον, η πολιτική συνεργασία που απαιτούνταν για την αποτελεσματική λειτουργία της ΟΝΕ θα οδηγούσε στην πολιτική ένωση.
Βασισμένη σε αυτό το σκεπτικό, η πολιτική ελίτ που επέβλεπε το εγχείρημα μετέτρεψε μια εξαιρετική ιδέα σε ένα τεράστιο ρίσκο. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο ακρογωνιαίος λίθος του σχεδίου τους ήταν η ιδέα πως οι κορυφαίοι πολιτικοί της Ευρώπης θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κάθε κρίση που μπορεί να δημιουργηθεί. Ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου Ζαν - Λικ Ντεάν, κορυφαία προσωπικότητα της Ευρώπης, δήλωνε ότι «Η ιδέα μιας ενωμένης Ευρώπης αναπτύσσεται και γίνεται πραγματικότητα μέσα από τις κρίσεις. Χρειαζόμαστε τις κρίσεις για να προοδεύουμε». Ο Ντεάν και άλλοι ευρωπαίοι πολιτικοί παρόμοιας νοοτροπίας δεν εξέτασαν ποτέ σοβαρά το ενδεχόμενο μιας μη αντιμετωπίσιμης καταστροφικής κρίσης που θα μπορούσε να γκρεμίσει το σύστημα του ευρώ, ή ακόμα και όλη την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Από το 1999 μέχρι το 2008 οι ισχυρισμοί των πολιτικών φαίνονταν έγκυροι. Αν και η ουσιαστική πρόοδος προς μια γνήσια πολιτική ενοποίηση ήταν ελάχιστη, το ίδιο το ευρώ και οι χώρες της ευρωζώνης, σε γενικές γραμμές ευημερούσαν.Παρά τις παγκόσμιες αναταραχές που συνέβησαν σε αυτό το διάστημα, όπως το σκάσιμο της φούσκας των διαδικτυακών εταιρειών, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, η ΟΝΕ δεν αντιμετώπισε καμία σοβαρή κρίση στα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της.
Η οικονομική κρίση του 2007-2009 άλλαξε δραματικά αυτή την κατάσταση. Τον Ιανουάριο του 2009 ο Μπάρι Άιχενγκριν, καθηγητής Οικονομικής και Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϋ, έγραψε σωστά ότι «το φαινόμενο που άρχισε με τη μορφή της Κρίσης των Επισφαλών Δανείων το 2007 και μετατράπηκε σε Παγκόσμια Πιστωτική Κρίση το 2008 μετεξελίχθηκε σε Κρίση του Ευρώ το 2009».
Πριν από την οικονομική κατάρρευση επικρατούσε αδιαφορία για τον κίνδυνο, αλλά κατά την αμέσως επόμενη περίοδο η απέχθεια για τον κίνδυνο εξαπλώθηκε στο οικονομικό και τραπεζικό σύστημα σαν ιός. Οι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές αγορές άρχισαν γρήγορα να ανησυχούν για τους κινδύνους των κρατικών χρεών (δηλαδή τον κίνδυνο χρεοκοπίας μιας χώρας). Αν και τα ελλείμματα του προϋπολογισμού σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν πολύ μεγαλύτερα από εκείνα της ζώνης του ευρώ, οι αγορές άρχισαν να εστιάζουν στις χώρες της ΟΝΕ.
Αυτό φυσικά σημαίνει ότι οι υπερβάσεις προϋπολογισμών δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που προκαλεί ανησυχία για το μέλλον του ευρώ, ένα θέμα που θα διερευνήσουμε στο δεύτερο κεφάλαιο. Οι αγορές αναγνώριζαν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό ότι το πρόβλημα ήταν η ίδια η νομισματική ένωση. Η «ευρωκρίση» του Μπάρι Άιχενγκριν αφορά τη βιωσιμότητα της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος. Τα προβλήματα που απειλούν την ΟΝΕ και το ευρώ έχουν ελάχιστη σχέση με κερδοσκοπικές επιθέσεις ή με τη συμπεριφορά των αγορών, ή ακόμα και με την οικονομική κρίση. Παρά τις κατηγορίες της πολιτικής ελίτ της Ευρώπης, η δομή της ΟΝΕ ήταν τέτοια που καθιστούσε μια σοβαρή κρίση αναπόφευκτη.
Οι συνθήκες, τα σύμφωνα και οι πολιτικές συμφωνίες που δημιούργησαν την ΟΝΕ και καθοδήγησαν την εξέλιξη της δημιούργησαν μη βιώσιμες εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες μέσα στην νομισματική ένωση. Το γεγονός ότι οι πολιτικοί δεν κινήθηκαν για να αντιμετωπίσουν αυτή την πραγματικότητα και να διασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία της ένωσης τους καθιστά τους κύριους ενόχους.
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ασχολείται με τη γένεση του ευρώ, αλλά αρχίζει πολύ νωρίτερα. Η αφετηρία μας είναι ο δέκατος ένατος αιώνας, αλλά η κύρια εστίαση παραμένει η μεταπολεμική περίοδος. Η νομισματική ένωση θεωρούνταν τότε μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού. Το κύριο συμβατικό επιχείρημα ήταν ότι η νομισματική ένωση θα οδηγούσε βαθμιαία σε μια πολιτική ένωση και ότι η ήπειρος θα μπορούσε επιτέλους να δώσει τέλος στο μακροχρόνιο ιστορικό των πολέμων και των καταστροφών. Θα χρειαστούμε μια καθαρή κατανόηση αυτού του ιστορικού υπόβαθρου για να καταλάβουμε τις ανωμαλίες που υπάρχουν ενσωματωμένες στην ΟΝΕ από την ίδρυσή της ακόμη.
Η ΟΝΕ δεν είναι μια βέλτιστη νομισματική ζώνη – στην πραγματικότητα, απέχει πολύ από κάτι τέτοιο, όπως θα δούμε στο δεύτερο κεφάλαιο. Μεταξύ των άλλων, δεν διαθέτει μια ισχυρή πολιτική ένωση με διαφανείς και αυτόματες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις και ευέλικτες αγορές εργασίας. Το δεύτερο κεφάλαιο εξετάζει αυτές τις ανωμαλίες με βάση τα συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί από την οικονομική ανάλυση βέλτιστων νομισματικών ζωνών.
Το τρίτο κεφάλαιο περιγράφει την εξέλιξη της κρίσης του ευρώ από τα τέλη του 2009, περιλαμβάνοντας λεπτομέρειες για τη δημιουργία της κρίσης και τα δομικά ελαττώματα της ΟΝΕ. Η κρίση του ευρώ ήταν αναπόφευκτη, και εκείνο που εκπλήσσει είναι το γεγονός ότι χρειάστηκε μια δεκαετία για να εκδηλωθεί. Ενώ η κρίση εντεινόταν, οι ευρωπαϊκές αρχές δίσταζαν. Αναλώθηκαν σε ανεπαρκή βραχυπρόθεσμα πακέτα που είχαν χαρακτήρα «λευκοπλάστ» και δεν κατόρθωσαν ποτέ να ελέγξουν την κατάσταση παρά τις ατελείωτες συσκέψεις και συναντήσεις κορυφής. Όπως το έθεσαν οι Financial Times την άνοιξη του 2011, «Σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης οι εκλεγμένοι ηγέτες της Ευρώπης σπάνια έχασαν τη ευκαιρία να απογοητεύσουν».
Οι επεμβάσεις των ευρωπαϊκών αρχών ήταν πάντα ανεπαρκείς και καθυστερημένες («too little, too late»), ενώ οι ευρωπαίοι ηγέτες απέφευγαν συστηματικά τα κύρια θέματα, όπως τη δομική αδυναμία του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα και τις αντιφάσεις στα προγράμματα που επέβαλλαν σε κράτη μέλη. Η κρίση του ευρώ θα συνεχιστεί μέχρι να συμβεί ένα από τα δυο παρακάτω:
1. Η ΟΝΕ να γίνει μια πλήρης πολιτική ένωση (και επομένως μια δημοσιονομική ένωση και μια ένωση μεταφοράς κονδυλίων επίσης) με πολύ πιο ευέλικτη και κινητική αγορά εργασίας.
2. Να γκρεμιστεί όλο το οικοδόμημα.
Οι οξύτατες κρίσεις σε μικρότερες χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία είναι σοβαρές, αλλά είναι απίθανο να θέσουν σε θεμελιώδη κίνδυνο το ευρώ. Αυτό όμως θα αλλάξει αν εμφανιστεί παρόμοια κρίση σε μεγαλύτερες και πολυπληθέστερες χώρες όπως η Ισπανία ή η Ιταλία. Το τέταρτο κεφάλαιο υποστηρίζει ότι η πιθανότερη έκβαση είναι να αποφασίσει η ισχυρή Γερμανία να δώσει τέλος στο ευρώ. Οι γερμανοί αξιωματούχοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν δημοσίως το ευρώ, αλλά ο γερμανικός λαός έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει με κριτική, ή και εχθρική ακόμα διάθεση την ένωση και το νόμισμα της. Η κουλτούρα της νομισματικής σταθερότητας, που έχει βαθιά θεμέλια στη Γερμανία, έρχεται σε όλο και μεγαλύτερη σύγκρουση με τον τρόπο που διοικείται η ευρωζώνη και η κεντρική τράπεζα. Αν η διαχείριση του ευρώ δεν ευθυγραμμιστεί περισσότερο με την κουλτούρα σταθερότητας της Γερμανίας, οι Γερμανοί θα επιφέρουν το τέλος του ευρώ όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
*Ο Johan Van Overtveldt, PhD, είναι αρχισυντάκτης και γενικός διευθυντής του «Trends», του κορυφαίου εβδομαδιαίου επιχειρηματικού και οικονομικού περιοδικού του Βελγίου. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία στα Ολλανδικά και γράφει ακόμα στη Wall Street Journal Europe και σε άλλα έντυπα. Είναι, επίσης, ο συγγραφέας των βιβλίων: «Bernanke's Test» (2009) και «The Chicago School» (2007)
Το βιβλίο: «ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ, Το αβέβαιο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο
konservokoyti
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου