Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Ομορφιά που σκοτώνει..

Υπάρχει ομορφιά που... σκοτώνει; Ασφαλώς. Τα «καλλυντικά» που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι από την αρχαιότητα δεν ήταν πάντα αθώα, ενώ προϊόντα που κυκλοφόρησαν στην αγορά τον Μεσοπόλεμο αποτελούσαν πραγματικό δημόσιο κίνδυνο.




Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, άνδρες και γυναίκες, δεν τολμούσαν να εμφανιστούν δημόσια αν τα μάτια τους δεν ήταν βαμμένα με άφθονο μαύρο μολύβι και πράσινη σκιά και η επιδερμίδα τους λεία και καθαρή, χωρίς ίχνος τριχοφυΐας. Οι κυρίες της Μεσοποταμίας και του προϊστορικού Αιγαίου έδιναν τον τόνο στις πούδρες και στο κοκκινάδι, ενώ οι αρχαίες Ρωμαίες χρησιμοποιούσαν, λιγότερο ή περισσότερο, όλα τα παραπάνω με έμφαση στο λευκό φον ντε τεν. Η «αλαβάστρινη» χλωμή επιδερμίδα ήταν «must» από την Αναγέννηση ως την Μπελ Επόκ και διάφορες συνταγές ομορφιάς επιστρατεύονταν για την περιποίησή της. Ακόμη και στην απαγορευτική απέναντι σε κάθε είδους κοκεταρία βικτωριανή Αγγλία οι γυναίκες διατηρούσαν ένα διακριτικό, «φυσικό» μακιγιάζ, ενώ οι φιλάρεσκοι κύριοι δεν δίσταζαν να περνούν με λίγο χρώμα τις φαβορίτες τους. Αν και το «λουκ» αλλάζει ανάλογα με την εποχή, το κυνήγι της ομορφιάς δεν είναι κάτι καινούργιο για το ανθρώπινο είδος και τα καλλυντικά αποτελούν το αρχαιότερο και πιο ισχυρό όπλο του. Μόνο που το όπλο αυτό αποδεικνύεται συχνά..
θανατηφόρο.

Το κολ και η πράσινη σκιά των Αιγυπτίων συνέθεταν ένα επικίνδυνο κοκτέιλ από οξείδια του μολύβδου, μαλαχίτη και αντιμόνιο, το κοκκινάδι των Ρωμαίων περιείχε μίνιο ή υδράργυρο, ενώ το φον ντε τεν που είχε υιοθετηθεί ως και τον 19ο αιώνα δεν ήταν τίποτε άλλο από το δηλητηριώδες λευκό του μολύβδου. Από το νέφτι και τη φορμαλδεΰδη ως το αρσενικό και το βιτριόλι, ακόμη και οι πιο τοξικές ουσίες έχουν επιστρατευθεί κατά καιρούς στον αγώνα για την απόκτηση της επιθυμητής εμφάνισης.

Και αν για χιλιετίες μπορούμε να αναγνωρίσουμε το ελαφρυντικό της αθωότητας και να μιλάμε, αν όχι για άγνοια, τουλάχιστον για υποψίες που δεν είχαν επιβεβαιωθεί, τα πράγματα αλλάζουν με την είσοδο του 20ού αιώνα. Από «σπιτικές» συνταγές που φτιάχνονταν στον πάγκο της κουζίνας ή στο φαρμακείο της γειτονιάς, τα καλλυντικά περνούν πλέον στη μαζική παραγωγή. Το κέρδος- το οποίο αποδεικνύεται μεγάλο- βάζει στο παιχνίδι την εκμετάλλευση, συχνά με τραγικά αποτελέσματα.
Η κόμισσα του Κόβεντρι το πρώτο «θύμα»


Η κόμισσα του Κόβεντρι, ονομαστή για την ομορφιά αλλά και για την υπερβολή της στο μακιγιάζ, θεωρείται η πρώτη γυναίκα που αναφέρεται συνειδητά από τους συγχρόνους της ως «θύμα των καλλυντικών»
Ο κερουσίτης ή λευκό του μολύβδου- κοινώς στουπέτσι- υπήρξε το βασικό μέσο λεύκανσης της επιδερμίδας από την προϊστορική εποχή. Υστερα από μια μικρή ύφεση τον Μεσαίωνα, επανήλθε στην καθημερινή χρήση κατά την Αναγέννηση, συνοδευόμενο συχνά από «μεγάλα» μάτια με κόρες διεσταλμένες με τη βοήθεια μερικών σταγόνων μπελαντόνας, φυτού το οποίο περιέχει ατροπίνη και άλλα εξαιρετικά τοξικά συστατικά που μπορεί να προκαλέσουν ακόμη και παραισθήσεις ή θάνατο. Στη σαιξπηρική εποχή οι κυρίες περνούσαν με άφθονες ποσότητες μολυβδούχου λευκού το πρόσωπο και το ντεκολτέ τους, ζωγραφίζοντας μάλιστα επάνω γαλάζιες φλεβίτσες για πιο «αληθοφανές» αποτέλεσμα. 

Τον 18ο αιώνα το μακιγιάζ δεν ήταν ίδιον μόνο των γυναικών αλλά και των ανδρών. Τότε άρχισαν να χρησιμοποιούνται ορισμένα πιο φυσικά και ακίνδυνα «μέικ απ», χωρίς ωστόσο να καταργηθούν οι τοξικές εκδοχές. Τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα τα «σαλόνια ομορφιάς» του Λονδίνου εφάρμοζαν μια σύνθεση από χρωματισμένο λευκό του μολύβδου που υποτίθεται ότι διαρκούσε μήνες. Ολες οι μολυβδούχες συνταγές του είδους δημιουργούσαν τον ίδιο φαύλο κύκλο. Οσο περισσότερο χρησιμοποιούνταν τόσο περισσότερο δηλητηρίαζαν τον οργανισμό και κατέστρεφαν το δέρμα δημιουργώντας πληγές και κοκκινίλες που τα θύματα προσπαθούσαν να καλύψουν με ακόμη πιο πολλές στρώσεις. 

Κάτι ανάλογο ίσως συνέβη στη Μαρία Γκάνινγκ, κόμισσα του Κόβεντρι, η οποία πέθανε το 1760 σε ηλικία 27 ετών. Η διάσημη καλλονή της γεωργιανής Αγγλίας χρησιμοποιούσε άφθονες ποσότητες μακιγιάζ, σε βαθμό ώστε καβγάδιζε συνεχώς για το συγκεκριμένο ζήτημα με τον σύζυγό της. Δεν ξέρουμε αν οι αντιρρήσεις του τελευταίου κινούνταν από ηθικολογικά κίνητρα ή από πραγματική ανησυχία για την υγεία της, ωστόσο μετά τον θάνατό της η όμορφη γυναίκα του έμεινε γνωστή ως το πρώτο θύμα των καλλυντικών. 

Πούδρα για τον άλλο κόσμο

Στον Μεσοπόλεμο επιβάλλεται η ψηλόλιγνη σιλουέτα, σαν αυτή που έχουν τα «μοντέλα» στη διαφήμιση του οίκου ΜcCalls. Είναι η στιγμή που τα φάρμακα για αδυνάτισμα κάνουν δολοφονική επέλαση
Η πούδρα που κυκλοφορούσε στην Ιταλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη τον 17ο και τον 18ο αιώνα με την επωνυμία «Τoffana» ήταν ένα πραγματικό εισιτήριο για τον... άλλο κόσμο, αλλά δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια κατηγορία με τα προαναφερθέντα επικίνδυνα καλλυντικά. Τα θύματα δεν ήταν οι γυναίκες, οι οποίες στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν τη γοητεία τους χρησιμοποιούσαν ένα υπόπτου περιεχομένου προϊόν, αλλά οι ανυποψίαστοι σύζυγοι, πατέρες, αδελφοί, αντίζηλες ή όποιος άλλος «ενοχλητικός» έμπαινε στον δρόμο τους. Η σινιόρα Τοφάνα- όνομα που αποδίδεται σε τρεις διαβόητες δηλητηριάστριες της εποχής- τους έδινε την ευκαιρία να τους ξεφορτωθούν εύκολα και με ασφάλεια με τη βοήθεια των μαγικών συνταγών της. 

Μια πρόταση ήταν η ενισχυμένη με αρσενικό πούδρα της: η μέλλουσα χήρα δεν είχε παρά να πουδράρει τα μάγουλά της όταν ο υποψήφιος μακαρίτης επρόκειτο να τη φιλήσει, λαμβάνοντας φυσικά τα απαραίτητα μέτρα προστασίας για την ίδια. Η πιο γρήγορη- και πιο διάσημη- συνταγή ήταν το «Αqua Τoffana», ένα ισχυρό δηλητήριο σε υγρή μορφή που διετίθετο σε πολυτελές μπουκαλάκι. Η σύστασή του δεν είναι γνωστή- σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι βέβαιο ότι περιείχε αρσενικό και μπελαντόναήταν όμως άχρωμο και άοσμο και μερικές σταγόνες του ήταν αρκετές για να προκαλέσουν έναν θάνατο που έμοιαζε φυσικός, χωρίς να κινεί υποψίες. 

Η συνταγή θεωρείται ότι επινοήθηκε από την Τεοφανία (Τοφάνα) ντι Ανταμο, η οποία εκτελέστηκε στο Παλέρμο το 1633. Μερικά χρόνια αργότερα, στα μέσα του 17ου αιώνα, μια άλλη Τοφάνα έδρασε στη Ρώμη και, όταν συνελήφθη από τις Αρχές, η κόρη της συνέχισε το «κοινωφελές» έργο της με το ίδιο όνομα στη Νάπολι. Υπολογίζεται ότι η πούδρα και το Αqua Τoffana έστειλαν εις τόπον χλοερόν περισσότερα από 600 άτομα- όχι μόνο άσημους συζύγους, αλλά και επωνύμους της εποχής: οι φήμες συμπεριλαμβάνουν σε αυτούς τον δούκα του Ανζού και τους Πάπες Πίο ΙΒ΄ και Κλήμη ΙΔ΄. Ο Σταντάλ γράφει ότι στο τέλος του 18ου αιώνα το θανατηφόρο υγρό κυκλοφορούσε ακόμη στη Ρώμη και η περίφημη πριγκίπισσα Τζουστινιάνι παρ΄ ολίγον να πέσει θύμα του, ενώ λέγεται ότι ο Μότσαρτ λίγο πριν από τον θάνατό του το 1791 είχε πει στη σύζυγό του Κονστάντσα: «Κάποιος μου έδωσε Αqua Τoffana και έχει υπολογίσει την ακριβή ώρα του θανάτου μου». 

Κoremlu: ποντικοφάρμακο εναντίον της τριχοφυΐας
Η αποτρίχωση, μια πρακτική που ακολουθείται από αρχαιοτάτων χρόνων, πήρε άκρως επικίνδυνη τροπή στον Μεσοπόλεμο, όταν η Κόρα Μ. Λούμπλιν αποφάσισε να εκμεταλλευθεί χωρίς καμία συνείδηση την επιθυμία των Αμερικανίδων για ένα λείο και ασκίαστο άνω χείλος. Τον Απρίλιο του 1930 κυκλοφόρησε στην αγορά το Κoremlu, μια αποτριχωτική κρέμα που υποσχόταν ότι εξαφανίζει την αντιαισθητική τριχοφυΐα του προσώπου «με ασφάλεια και μόνιμα». 

Ως τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς ο Αμερικανικός Ιατρικός Σύλλογος είχε δεχθεί αρκετές αιτήσεις από μέλη του, αλλά και από ένα μεγάλο πολυκατάστημα για τη διερεύνηση του εν λόγω προϊόντος. Οι ασθενείς, οι οποίες ακολουθώντας τις οδηγίες χρήσης έκαναν συχνές επαλείψεις προκειμένου να έχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα, παρουσίαζαν ανησυχητικά συμπτώματα: πλήρη απώλεια των μαλλιών, τριχόπτωση στις μασχάλες και στο εφηβαίο, μυαλγίες, αρθραλγίες, προσωρινή ή και μόνιμη παράλυση, βλάβες στο οπτικό νεύρο. 

Οι εργαστηριακές αναλύσεις αποκάλυψαν ότι το Κoremlu περιείχε οξεΐκό άλας του θαλλίου- ουσία που χρησιμοποιείται ως ποντικοφάρμακο- σε περιεκτικότητα άνω του 7%. Οι αποτριχωτικές ιδιότητες αυτής της ένωσης είχαν ανακαλυφθεί περίπου μία εικοσαετία νωρίτερα από τον Ρεϊμόν Σαμπουρό, γάλλο ειδικό στις ασθένειες του τριχωτού της κεφαλής, ο οποίος όμως είχε θέσει ως όριο για την ασφαλή χρήση της την περιεκτικότητά του 1%. Το Κoremlu απαγορεύτηκε σε κάποιες Πολιτείες, δεν αποσύρθηκε όμως από όλα τα ράφια των ΗΠΑ εφόσον δεν υπήρχε νομοθετική ρύθμιση για τα καλλυντικά. Σταμάτησε να κυκλοφορεί μόνο όταν η εταιρεία που το παρασκεύαζε κήρυξε πτώχευση το 1932, αποφεύγοντας να πληρώσει έστω και ένα σεντ από τα 2,5 δισ. δολάρια που της είχαν επιδικαστεί για αποζημιώσεις στα δεκάδες θύματά της. 

Lash Lure: μάσκαρα που τυφλώνει
Το 1926, όπως δείχνει και το εξώφυλλο του περιοδικού «Vogue», η μόδα εξακολουθούσε να επιτάσσει τη λευκή επιδερμίδα συνεχίζοντας μια τάση χιλιετιών
Το φθινόπωρο του 1933, και ενώ η υπόθεση του Κoremlu δεν είχε ακόμη καταλαγιάσει, μια καινούργια σειρά ανησυχητικών περιστατικών ήρθε να αναστατώσει την Αμερική. Το Lash Lure είχε γίνει η νέα μόδα που εξαπλωνόταν ταχύτατα σε όλη τη χώρα. Ηταν μια μόνιμη βαφή για τις βλεφαρίδες και τα φρύδια, με πιο εντυπωσιακά και διαρκή αποτελέσματα από αυτά της κοινής μάσκαρας που είχε «χτυπήσει» μία εικοσαετία νωρίτερα την αγορά. Δυστυχώς για τις Αμερικανίδες, οι οποίες έτρεξαν στα ινστιτούτα αισθητικής για να αποκτήσουν έντονα μάτια χωρίς τον μπελά και τις μουντζούρες του καθημερινού μακιγιάζ, το Lash Lure περιείχε παραφαινυλενεδιαμίνη (ΡΡD), ένα παράγωγο της ανιλίνης, το οποίο σε μεγάλες συγκεντρώσεις είναι επικίνδυνο για την υγεία. 

Αν και στην Ευρώπη η χρήση της συγκεκριμένης ένωσης στα καλλυντικά είχε απαγορευθεί από τη δεκαετία του 1880 εξαιτίας της τοξικότητάς της, στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχε ληφθεί κανένα αντίστοιχο μέτρο. Η ανιλίνη χρησιμοποιούνταν ευρέως στις βαφές μαλλιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, οι κατασκευαστές όμως προειδοποιούσαν συνήθως να αποφεύγεται η επαφή του προϊόντος με τα μάτια. Το Lash Lure περιείχε 25-30 φορές περισσότερη ανιλίνη από τις συνηθισμένες βαφές μαλλιών, αλλά διαφημιζόταν ως «απολύτως ασφαλές». 

Τα περιστατικά από τη χρήση όχι μόνο του συγκεκριμένου αλλά και παρόμοιων προϊόντων που άρχισαν να αναφέρονται σε επιστημονικά έντυπα και στον Τύπο ήταν χιλιάδες. Στις πιο ελαφρές περιπτώσεις είχαν παρουσιαστεί ναυτίες, δυσφορία, ερεθισμός των ματιών και προβλήματα στην όραση. Στις πιο σοβαρές οι γυναίκες είχαν τυφλωθεί, ενώ μία είχε βρει τον θάνατο από σηψαιμία που προκλήθηκε από μόλυνση επειδή είχε βγάλει τα φρύδια της πριν από την εφαρμογή της βαφής. 

Οι φωτογραφίες των θυμάτων του Lash Lure- με πιο διάσημες μια κοσμική καλλονή με το ψευδώνυμο «κυρία Μπράουν» και μια μητέρα, την κυρία Μάσερ - αποτέλεσαν ένα από τα δυνατά σημεία μιας ιδιόμορφης έκθεσης που διοργάνωσαν αξιωματούχοι της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιήσουν τις αρχές σχετικά με το νομοθετικό κενό που τους εμπόδιζε να αντιδράσουν απέναντι σε τέτοιου είδους γεγονότα. Η «Αίθουσα της φρίκης», όπως βαφτίστηκε η έκθεση από έναν δημοσιογράφο, πέτυχε τον σκοπό της και ο νέος Νόμος Φαρμάκων, Τροφίμων και Καλλυντικών, ο οποίος με τροποποιήσεις ισχύει ως σήμερα, «σφραγίστηκε» από τον πρόεδρο Ρούζβελτ το 1938. Το πρώτο προϊόν που κατασχέθηκε από την αρμόδια πλέον υπηρεσία ήταν το Lash Lure. 

Εκρηκτικό αδυνάτισμα

Τα προϊόντα για τη λεύκανση του προσώπου πλήθυναν κατά τη διάρκεια της Μπελ Επόκ, τότε όμως άρχισε να περιορίζεται η χρήση του τοξικού μολύβδου
Αν και τα πρότυπα ομορφιάς δεν έτειναν πάντα στο αποστεωμένο μοντέλο του σήμερα, η παχυσαρκία δεν ήταν ποτέ επιθυμητή. Οι «πρακτικές» συνταγές αδυνατίσματος και εξάλειψης του τοπικού πάχους χάνονται στους αιώνες. Από τις αρχαιότερες ήταν η κατανάλωση άφθονου λεμονιού ή διουρητικών βοτάνων, ενώ ιδιαίτερα διαδεδομένη υπήρξε η επάλειψη των προβληματικών σημείων με μελισσοκέρι και ζωικό λίπος (κατά προτίμηση καπονιού, χήνας ή χοιρινό) αναμεμειγμένο με βότανα και έλαια, αλλά και με «σκοτεινές» ουσίες, όπως η χολή βοδιού ή το νέφτι. 

Οι καλλονές της βικτωριανής εποχής και της Μπελ Επόκ ήταν αυτές που είδαν τα πρώτα «φάρμακα» αδυνατίσματος να κυκλοφορούν στην αγορά. Τα περισσότερα βασίζονταν λίγο ως πολύ στις παραπάνω συνταγές και περιείχαν συνήθως κιτρικό οξύ «μασκαρεμένο» με φυτική βαφή και ζάχαρη. Αν και ήταν σκέτη απάτη, ήταν πολύ πιο ακίνδυνα από τα διουρητικά, καθαρτικά και εμετικά σκευάσματα ή τους κεστοειδείς σκώληκες- κοινώς ταινία- που χορηγούνταν είτε φανερά είτε «κάτω από τον πάγκο» από φαρμακοποιούς και «φαρμακοτρίφτες». Η πιο διάσημη συνταγή αυτού του είδους ήταν μάλλον η «Σκόνη της Λούσι Κίμπολ» που αδυνάτιζε τις Αμερικανίδες στέλνοντάς τες κατευθείαν στην τουαλέτα. Περιείχε ανθρακικό νάτριο (κοινώς σόδα πλυντηρίων), θειικό μαγνήσιο (γνωστό ως άλατα Εpson) και σαπούνι σε έναν ισχυρότατο εμετικό και καθαρτικό συνδυασμό. 

Η έλευση του 20ού αιώνα έφερε ακόμη πιο επικίνδυνες αναμείξεις, με κατασκευαστές και φαρμακεία να προτείνουν συνταγές που περιείχαν καφεΐνη σε ισχυρές δόσεις ή ακόμη και αρσενικό ή στρυχνίνη. Η πιο επικίνδυνη ωστόσο πρόταση για αδυνάτισμα ως τη δεκαετία του 1930 ήταν η δινιτροφαινόλη (dinitrophenol), το άλλο περιβόητο έκθεμα της αμερικανικής «Αίθουσας της φρίκης». Εξαιρετικά τοξική, η ουσία αυτή (η οποία έχει βρει χρήσεις στην παρασκευή εκρηκτικών, εντομοκτόνων και παρασιτοκτόνων) καταστέλλει τη σύνθεση της τριφωσφορικής αδενοσίνης (ΑΤΡ)- ενός νουκλεοτιδίου που παίζει βασικό ρόλο στη μεταφορά ενέργειας στα κύτταρα- τινάζοντας κυριολεκτικά στον αέρα τη λειτουργία του μεταβολισμού. 

«Είναι σαν να ανοίγεις τέρμα το γκάζι στην κουζίνα και να ρίχνεις βενζίνη επάνω στη φωτιά» έγραφε στην έκθεσή του ένας γιατρός. «Κάνει τον οργανισμό να καταναλώνει ενέργειαμε τρομακτικό ρυθμό. O σφυγμός γίνεται πιο γρήγορος, η θερμοκρασία ανεβαίνει και,αντί να αποθηκεύει την τροφή ως λίπος την καίει και τελικά “ψήνει” το θύμα». Χιλιάδες γυναίκες αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα υγείας, πολλές τυφλώθηκαν ή και πέθαναν. Η δινιτροφαινόλη αποσύρθηκε από την αγορά και η κυκλοφορία της απαγορεύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες με τον νεοεισαχθέντα Νόμο Τροφίμων, Φαρμάκων και Καλλυντικών του 1938. 

via

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου