Δεκέμβριος του 1973 και η Σούζι Σάλμον, ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, γυρνώντας από το σχολείο πέφτει θύμα αποτρόπαιου βιασμού και στη συνέχεια δολοφονείται. Από το μυστηριώδες, μεταβατικό εκείνο στάδιο μεταξύ γης και ουρανού, η Σούζι Σάλμον παρακολουθεί καθημερινά την οικογένειά και τους φίλους της διαπιστώνοντας τις επιπτώσεις που είχε η δολοφονία της σε κάθε έναν ξεχωριστά.
Και όσο μαγευτική είναι αυτή η επιλογή για ένα βιβλίο άλλο τόσο αλλόκοτη και δύσκολη φάνταζε η επιλογή του Πίτερ Τζάκσον να το μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη. Το ερώτημα ήταν ευνόητο: Πώς θα καταφέρει να συνδυάσει αυτά τα δύο επίπεδα στην κινηματογραφική γλώσσα; Και αν η τεχνολογία για να πετύχει το αισθητικό επίπεδο ήταν πλέον δεδομένη (μην ξεχνάμε ότι αυτός κατάφερε την απίστευτα πιστή και λυρική μεταφορά του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών), η ένωση του πραγματικού με τον μεταφυσικό κόσμο με το τρόπο που η συγγραφέας το καταφέρνει στο βιβλίο ήταν ακριβώς το αντίθετο. Φάνταζε αξεπέραστη.
Η ιστορία χρησιμοποιεί αυτό τον ενδιάμεσο κόσμο ως μέσο παρουσίασης της τραγικής ιστορίας του μικρού κοριτσιού η οποία δεν επηρεάζει τα γεγονότα, όπως έχουμε παρατηρήσει σε αλλά κοντινά λογοτεχνικά αλλά και κινηματογραφικά παραδείγματα. Αυτό είναι και ένα από τα ιδιαίτερα στοιχεία του βιβλίου που φυσικά ο Τζάκσον το διατηρεί. Αυτός ο ενδιάμεσος κόσμος είναι διαφορετικός για τον καθένα που βρίσκεται μέσα σε αυτόν και πλάθεται από τους δικούς του φόβους, εμπειρίες, επιθυμίες και εφιάλτες. Και σε αυτή την περίπτωση από την Σούζι Σάλμον.
Εκεί βλέπουμε την ομορφιά του εφηβικού της μυαλού, τα όνειρα της, αυτά που θέλει και δεν έζησε και είναι γεμάτο με συμβολισμούς από τη ζωή της. Και αν στο βιβλίο η ισορροπία ανάμεσα σε αυτό τον κόσμο και την πραγματικότητα είναι εύκολο να επιτευχθεί, στην ταινία αποδείχθηκε δύσκολο.
Σε αυτό το σημείο βρίσκονται και οι όποιες ενστάσεις και διαφωνίες έχουν ήδη ειπωθεί. Και δεν είναι λίγες. Ο άνισος καταμερισμός της χρήσης CGI σε σχέση με την ιστορία που διαδραματίζεται στη γη είναι για πολλούς το χαμένο στοίχημα του δημιουργού που τελευταία καταπιάνεται ίσως με τα πιο δύσκολα εγχειρήματα στην μεγάλη οθόνη. Και είναι ίσως αυτός ο λόγος που η ταινία πέρασε απαρατήρητη από πολλές κατηγορίες βραβείων.
Παρόλα αυτά οι δυνατότητες και το ταλέντο του σκηνοθέτη πάνω στη χρήση της κάμερας είναι κι εδώ φανερά. Επίσης οι ερμηνείες των Μαρκ Γουάλμπεργκ, Ρέιτσελ Βάις, και Σούζαν Σάραντον είναι αξιόλογες, με την μικρή Σάοϊρς Ρόναν όμως στο ρόλο της Σούζι και τον Στάνλεϊ Τούτσι στο ρόλο του δολοφόνου της να κλέβουν άνετα την παράσταση. Ο τελευταίος ήταν μάλιστα στην πεντάδα των όσκαρ για το βραβείο δεύτερου αντρικού. Είχε μπροστά του όμως τον ανεπανάληπτο Κρίστοφ Βαλτζ.
Η ταινία πάντως θα αποκτήσει τους θαυμαστές της όπως έχει ήδη αποκτήσει τους επικριτές της, ασχέτως αν έχουν διαβάσει ή όχι το βιβλίο της Άλις Σέμπολντ. Από την άλλη πλευρά, ένα είναι σίγουρο: Ότι κι αν πιστεύει κανείς για το τελικό αποτέλεσμα, τις εικόνες και την αίσθηση που ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δημιουργήσει σε αυτόν τον περίεργο και ενδιάμεσο κόσμο δύσκολα τα ξεχνά.
Από τις ωραιότερες ταινίες της σαιζόν! Υπέροχη!
ΑπάντησηΔιαγραφή